- ἀγχονιστής
- ἀγχον-ιστής, ὁ,A hangman, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγχονιστής — ο [αγχονίζω] αυτός που απαγχονίζει, ο δήμιος … Dictionary of Greek
αγχονίζω — ἀγχονίζω (Μ) στραγγαλίζω με αγχόνη, απαγχονίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγχόνη. ΠΑΡ. ἀγχονιστής] … Dictionary of Greek